exhibi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- exhibi < οικεία συντόμευση της λέξης exhibitionniste
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
exhibi | exhibis |
exhibi (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (οικείο) η επιδειξιμανία