exothermique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛɡ.zɔ.tɛʁ.mik/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
exothermique | exothermiques |
exothermique (fr) αρσενικό ή θηλυκό