extractible
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
extractible | extractibles |
Επίθετο[επεξεργασία]
extractible (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
extractible | extractibles |
extractible (fr) αρσενικό ή θηλυκό