féta
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
féta | fétas |
féta (fr) θηλυκό
- (γαστρονομία) άλλη γραφή του feta, το τυρί φέτα
ενικός | πληθυντικός |
féta | fétas |
féta (fr) θηλυκό