faisable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
faisable | faisables |
Επίθετο[επεξεργασία]
faisable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
faisable | faisables |
faisable (fr) αρσενικό ή θηλυκό