familiarize
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | familiarize |
γ΄ ενικό ενεστώτα | familiarizes |
αόριστος | familiarized |
παθητική μετοχή | familiarized |
ενεργητική μετοχή | familiarizing |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
familiarize (en)
- εξοικειώνω
- ↪ That will familiarize them with computers.
- Αυτό θα τους εξοικειώσει με τους υπολογιστές.
- ↪ I am familiarizing myself with my new duties.
- Εξοικειώνομαι με τα νέα μου καθήκοντα.
- ↪ That will familiarize them with computers.