εξοικειώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξοικειώνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐξοικειῶ (συνηρημένου τύπου του ἐξοικειόω) + -ώνω[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.ksi.ciˈo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ξοι‐κει‐ώ‐νω
παλιότερος συλλαβισμός: εξ‐οι‐κει‐ώ‐νω

Ρήμα[επεξεργασία]

εξοικειώνω, πρτ.: εξοικείωνα, αόρ.: εξοικείωσα, παθ.φωνή: εξοικειώνομαι, π.αόρ.: εξοικειώθηκα, μτχ.π.π.: εξοικειωμένος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]