fatuité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
fatuité | fatuités |
fatuité (fr) θηλυκό
- η ματαιοδοξία, η αλαζονεία
ενικός | πληθυντικός |
fatuité | fatuités |
fatuité (fr) θηλυκό