faucet

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
faucet faucets

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

faucet (en)

  • η βρύση
    They forgot the running faucet and flooded the apartment.
    Ξέχασαν ανοιχτή τη βρύση και πλημμύρισε το διαμέρισμα.

Πηγές[επεξεργασία]