favouritism
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
favouritism | favouritisms |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- favouritism < favourit(e) + -ism
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
favouritism (en) (ΗΒ) και favoritism (ΗΠΑ)
- η ευνοιοκρατία, ο φαβοριτισμός