fiancée
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fiancée (en)
- η αρραβωνιαστικιά, η μνηστή
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
fiancée | fiancées |
fiancée (fr) θηλυκό
- η αρραβωνιαστικιά, η μνηστή