filateur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
filateur | filateurs |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
filateur (fr) αρσενικό (θηλυκό filatrice)
Πηγές[επεξεργασία]
- filateur - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- filateur - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online