filateur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
filateur filateurs

Ετυμολογία [επεξεργασία]

filateur < fil(er) + -ateur

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

filateur (fr) αρσενικό (θηλυκό filatrice)

Πηγές[επεξεργασία]