filled pause
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
filled pause | filled pauses |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
filled pause (en)
- (γλωσσολογία) → δείτε τη λέξη filler