flingueur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
flingueur | flingueurs |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
flingueur (fr) αρσενικό
- (οικείο) ο εκτελεστής
ενικός | πληθυντικός |
flingueur | flingueurs |
flingueur (fr) αρσενικό