fluke
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
fluke | flukes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fluke (en)
- (συνήθως ενικός, ανεπίσημο) η απροσδόκητη τύχη, κάτι που συμβαίνει τυχαία, όχι λόγω προγραμματισμού ή ικανότητας
- ↪ He won by a fluke.
- Κέρδισε κατά τύχη.
- ↪ He won by a fluke.