fob
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
fob | fobs |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fob (en)
- η καδένα, αλυσίδα για ρολόι τσέπης
- η τσέπη του γιλέκου όπου τοποθετείται το ρολόι τσέπης
ενικός | πληθυντικός |
fob | fobs |
fob (en)