foresight
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
foresight (en)
- (μη μετρήσιμο) η διορατικότητα
- ↪ His foresight allows him to plan for the future.
- Η διορατικότητά του του επέτρεπε να σχεδιάζει το μέλλον.
- ≈ συνώνυμα: insight, perceptiveness και vision
- ↪ His foresight allows him to plan for the future.