frérot
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- frérot < frère
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
frérot | frérots |
frérot (fr) αρσενικό
- το αδερφάκι
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη frère