frein à main

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

frein à main < frein + main

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /;;;/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
frein à main freins à main

frein à main (fr) αρσενικό

  • το χειρόφρενο
    il a serré le frein à main - τράβηξε το χειρόφρενο
    avec le frein à main serré - με δεμένο το χειρόφρενο