frou-frou
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
frou-frou | frou-frous |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- frou-frou: (ηχομιμητική λέξη)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
frou-frou (fr) αρσενικό (πληθυντικός: frou-frous, frous-frous)
- ήχος θροΐσματος υφάσματος, φουρφούρισμα, φρου φρου
- ※ Αρτίρ Ρεμπό (Arthur Rimbaud), 1854-1891, Ma Bohème (Fantaisie) στη γαλλική Βικιθήκη στροφή 2η, στίχ.4
- — Mes étoiles au ciel avaient un doux frou-frou
- → λείπει η μετάφραση
- — Mes étoiles au ciel avaient un doux frou-frou
- ※ Αρτίρ Ρεμπό (Arthur Rimbaud), 1854-1891, Ma Bohème (Fantaisie) στη γαλλική Βικιθήκη στροφή 2η, στίχ.4
Πηγές[επεξεργασία]
- frou-frou - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- frou-frou - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online