gâcheur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

gâcheur < gâcher

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɡɑ.ʃœʁ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
gâcheur gâcheurs

gâcheur (fr)

  1. αρσενικό εργάτης που ετοιμάζει τον σοβά ή τον γύψο
  2. αρσενικό ή θηλυκό που χαραμίζει, σπάταλος