géométrique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ʒe.ɔ.me.tʁik/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
géométrique | géométriques |
géométrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- γεωμετρικός
- που έχει κανονική γεωμετρική μορφή (π.χ. τετράγωνο, τρίγωνο, κύκλο...)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη géométrie