géométrique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʒe.ɔ.me.tʁik/

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
géométrique géométriques

géométrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. γεωμετρικός
  2. που έχει κανονική γεωμετρική μορφή (π.χ. τετράγωνο, τρίγωνο, κύκλο...)

Συγγενικά[επεξεργασία]