géomorphologie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
/ʒe.o.mɔʁ.fɔ.lɔ.ʒi/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
géomorphologie | géomorphologies |
géomorphologie (fr) θηλυκό