gamble on
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | gamble on |
γ΄ ενικό ενεστώτα | gambles on |
αόριστος | gambled on |
παθητική μετοχή | gambled on |
ενεργητική μετοχή | gambling on |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
gamble on (en)
- ρισκάρω κάτι ελπίζοντας ότι θα πετύχω
- ↪ I gambled on him not seeing me.
- Το ρίσκαρα ότι δεν θα μ' έβλεπε.
- ↪ I gambled on him not seeing me.