garçonnière

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

garçonnière < garçon + -ière

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
garçonnière garçonnières

garçonnière (fr) θηλυκό