gauchissement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
gauchissement | gauchissements |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
gauchissement (fr) θηλυκό
- η παραμόρφωση, το σκέβρωμα, η στρέβλωση
ενικός | πληθυντικός |
gauchissement | gauchissements |
gauchissement (fr) θηλυκό