gauloiserie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
gauloiserie | gauloiseries |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
gauloiserie (fr) θηλυκό
- η ελευθεροστομία
- ο χαρακτήρας παρόμοιων λόγων
ενικός | πληθυντικός |
gauloiserie | gauloiseries |
gauloiserie (fr) θηλυκό