gendarmerie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- gendarmerie < gendarme
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
gendarmerie | gendarmeries |
gendarmerie (fr) θηλυκό
- η γαλλική χωροφυλακή
- (κατ’ επέκταση) στρατώνας της χωροφυλακής