genocídio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
genocídio (pt) <
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
genocídio | genocídios |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
genocídio (pt)
- η γενοκτονία, ο αφανισμός λαού ή συγκεκριμένης εθνότητας ή φυλής (π.χ. γενοκτονία Αρμενίων)
- μεγάλη σφαγή αμάχων