glamour
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
glamour | glamours |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- glamour < προέλευσης από τη γλώσσα σκοτς glamer αβέβαιου ετύμου. Κατά μία θεωρία σχετίζεται με την ελληνιστική γραμμάριον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
glamour (en)
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
- glamor (σπάνια γραφή και στις ΗΠΑ)