glossologique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɡlɔ.so.lɔ.ʒik/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
glossologique | glossologiques |
glossologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό