gouvernance

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

gouvernance < λατινική gubernare

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
gouvernance gouvernances

gouvernance (fr)

  1. (13ος αιώνας) συνώνυμο του gouvernement
  2. (μετά το 1478) μερικά εδάφη της βόρειας Γαλλίας που έχουν ιδιαίτερη υπόσταση
  3. το επάγγελμα της γκουβερνάντας
  4. (γύρω στο 1990, από τα αγγλικά) τρόπος χειρισμού των δημόσιων υποθέσεων που προϋποθέτει ότι ο λαός μπορεί να τις επιβλέπει