hémisphérique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- hémisphérique < hémisphère
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
hémisphérique | hémisphériques |
hémisphérique (fr) αρσενικό ή θηλυκό