hépatorragie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
hépatorragie | hépatorragies |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
hépatorragie (fr) θηλυκό
- (ιατρική) η ηπατορραγία
ενικός | πληθυντικός |
hépatorragie | hépatorragies |
hépatorragie (fr) θηλυκό