hall
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
hall (en)
- ο διάδρομος, το χολ
- κτήριο ή αίθουσα συνεδριάσεων, συγκεντρώσεων
- η κύρια αίθουσα ενός μεσαιωνικού κτηρίου
- επιβλητικό κτήριο σε μεγάλο αγρόκτημα
- πανεπιστημιακή κτήριο που περιλαμβάνει κοιτώνες, αίθουσες διδασκαλίας, εστιατόριο κ.λπ.
Εσθονικά (et)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
hall (et)