αίθουσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αίθουσα οι αίθουσες
      γενική της αίθουσας των αιθουσών
    αιτιατική την αίθουσα τις αίθουσες
     κλητική αίθουσα αίθουσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
σχολική αίθουσα στην Ιαπωνία
κινηματογραφική αίθουσα

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αίθουσα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αἴθουσα στοά (στεγασμένος ανοικτός χώρος, εξωτερικά του σπιτιού, που άναβαν τη φωτιά) < θηλυκό της μετοχής ενεστώτα του ρήματος αἴθω (καίω) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική salle [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈe.θu.sa/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: αί‐θου‐σα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αίθουσα θηλυκό

  1. μεγάλο δωμάτιο ενός κτηρίου που προορίζεται για τη συγκέντρωση πολλών ανθρώπων ή/και για κάποια ειδική χρήση
    1. (στο σχολείο) η αίθουσα διδασκαλίας ενός τμήματος ή ενός μαθήματος
    2. (στον κινηματογράφο, στο θέατρο) ο χώρος που προορίζεται για το κοινό των παραστάσεων και προβολών
  2. (συνεκδοχικά) το σύνολο των ανθρώπων που βρίσκονται σε μια αίθουσα
  3. (ανατομία) τμήμα του εσωτερικού αφτιού

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]