halve
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | halve |
γ΄ ενικό ενεστώτα | halves |
αόριστος | halved |
παθητική μετοχή | halved |
ενεργητική μετοχή | halving |
Ρήμα[επεξεργασία]
halve (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) μειώνω στο μισό
- ↪ They halved inflation.
- Μείωσαν τον πληθωρισμό στο μισό.
- ↪ They halved inflation.