handled
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
handled (en)
Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
handled (sv)
- ο καρπός του χεριού
handled (en)
handled (sv)