hellenisch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /hɛˈleːnɪʃ/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : hel‐le‐nisch
Επίθετο[επεξεργασία]
hellenisch (de)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- hellenisch - Duden online.