hold one's own
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
- (ιδιωματισμός) τα βγάζω πέρα, υπερασπίζομαι τον εαυτό μου καλά
- ↪ Your son’s a genius, I can’t hold my own against him.
- Σπίθα ο γιος σου, δεν τα βγάζω πέρα μαζί του.
- ↪ Your son’s a genius, I can’t hold my own against him.