immunité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.my.ni.te/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
immunité | immunités |
immunité (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
immunité | immunités |
immunité (fr) θηλυκό