imperfectible
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- imperfectible < in- + perfectible
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛ̃.pɛʁ.fɛk.tibl/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
imperfectible | imperfectibles |
imperfectible (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που δεν είναι τελειοποιήσιμος