imprécation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛ̃.pʁe.ka.sjɔ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
imprécation | imprécations |
imprécation (fr) θηλυκό
- η κατάρα