impulsivité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
impulsivité | impulsivités |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
impulsivité (fr) θηλυκό
- η τάση που έχει κάποιος να ακολουθεί τις παρορμήσεις του