in the act
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
in the act (en)
- (ιδιωματισμός) επ' αυτοφώρω, κατά τη στιγμή της πράξης
- ↪ The police caught a person in the act trying to break in.
- Η αστυνομία συνέλαβε επ΄ αυτοφώρω ένα άτομο που προσπαθούσε να κάνει διάρρηξη.
- ↪ The police caught a person in the act trying to break in.