επ' αυτοφώρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επ' αυτοφώρω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπ᾽ αὐτοφώρῳ λαμβάνειν < ἐπί, αὐτοφώρῳ (δοτική ενικού του αὐτόφωρος) → δείτε τις λέξεις επί και αυτόφωρο
Έκφραση[επεξεργασία]
επ' αυτοφώρω
- (λόγιο, νομικός όρος) κατά τη στιγμή της πράξης, της τέλεσης του αδικήματος, του εγκλήματος ή του παραπτώματος
- ο δράστης συνελήφθη επ' αυτοφώρω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επ' αυτοφώρω