incommunicabilité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
incommunicabilité | incommunicabilités |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
incommunicabilité (fr) θηλυκό
- το αμετάδοτο, η αδυναμία επικοινωνίας