inconsolable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
inconsolable (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
inconsolable | inconsolables |
Επίθετο[επεξεργασία]
inconsolable (fr) αρσενικό ή θηλυκό