indentation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
indentation | indentations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
indentation (en)
- οδόντωση, εσοχή
- (τυπογραφία) εσοχή (σε κείμενο)
ενικός | πληθυντικός |
indentation | indentations |
indentation (en)