industrieux
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- industrieux < λατινική industriosus
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛ̃.dys.tʁi.jø/
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | industrieux | industrieux |
θηλυκό | industrieuse | industrieuses |
industrieux (fr)